μαφόρια

μαφόρια
μαφόριον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρακαυδωτός — ή, όν, ουδ. και παρακαυτωδόν, Α 1. (για φόρεμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («μαφόρια γυναικεία παρακαυδωτά», πάπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακαυδωτόν ή τὸ παρακαυτωδόν ο παραγαύδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα: παραγαύδης, παραγαύδιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”